καθέκλα
Смотреть что такое "καθέκλα" в других словарях:
καθέκλα — η βλ. καρέκλα … Dictionary of Greek
καρέκλα — και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά τού αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε … Dictionary of Greek
καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek